- δυσαγκόμιστον
- δυσανακόμιστοςhard to carry upwardsmasc/fem acc sgδυσανακόμιστοςhard to carry upwardsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσαγκόμιστος — δυσαγκόμιστος, ον (Α) φρ. «δυσαγκόμιστον αἷμα» αίμα που δύσκολα παίρνεται πίσω … Dictionary of Greek